Μεγαλέξαντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεγαλέξαντρος | οι | Μεγαλέξαντροι |
| γενική | του | Μεγαλέξαντρου | των | Μεγαλέξαντρων |
| αιτιατική | τον | Μεγαλέξαντρο | τους | Μεγαλέξαντρους |
| κλητική | Μεγαλέξαντρε | Μεγαλέξαντροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεγαλέξαντρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Μεγαλέξαντρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο Μέγας Αλέξανδρος
- ※ ...αλώβητος από την ασκήμια των γερατιών. Τέτοιος θάνατος δε λογάται θάνατος. Ο Μεγαλέξαντρος ζει. Ζει και βασιλεύει. Το βεβαιώνει ως τα σήμερα η Γοργόνα, η αδερφή του, κι αλίμονο στο θαλασσοπόρο που θα τολμήση να το αμφισβητήση. (Φιλολογική Κύπρος, 1973, σελ. 195) (Σημείωση Βικιλεξικού: στα ρήματα «θα τολμήση», «να το αμφισβητήση», χρησιμοποιείται το παλιότερο ήτα (-η) της υποτακτικής.)
- Μεγαλέξανδρος
Εκφράσεις
- φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου
Μεταφράσεις
ο Μέγας Αλέξανδρος ως μία λέξη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.