θάμβωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θάμβωση | οι | θαμβώσεις |
| γενική | της | θάμβωσης* | των | θαμβώσεων |
| αιτιατική | τη | θάμβωση | τις | θαμβώσεις |
| κλητική | θάμβωση | θαμβώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θαμβώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
θάμβωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.