ηλεκτροσυγκολλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλεκτροσυγκολλητής οι ηλεκτροσυγκολλητές
      γενική του ηλεκτροσυγκολλητή των ηλεκτροσυγκολλητών
    αιτιατική τον ηλεκτροσυγκολλητή τους ηλεκτροσυγκολλητές
     κλητική ηλεκτροσυγκολλητή ηλεκτροσυγκολλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναίκα ηλεκτροσυγκολλητής.
Ηλεκτροσυγκολλητές με χειρισμό εξ αποστάσεως.

Ετυμολογία

ηλεκτροσυγκολλητής < ηλεκτροσυγκόλλη(ση) + -της[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.siŋ.go.liˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλεκτροσυγκολητής

Ουσιαστικό

ηλεκτροσυγκολλητής αρσενικό (θηλυκό ηλεκτροσυγκολλήτρια)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.