ηλίθια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ηλίθια < ηλίθι(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈli.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλίθια
ομόηχα: Ειλείθυια, Ειλήθυια

Επίρρημα

ηλίθια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ηλίθια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ηλίθιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ηλίθιο) του ηλίθιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.