Ειλείθυια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ειλείθυια < αρχαία ελληνική Εἰλείθυια < πιθανά από το εἰλέω και θύω
Κύριο όνομα
Ειλείθυια θηλυκό
- δευτερεύουσα θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας, θεά της γέννησης και των πόνων του τοκετού
-
Ειλείθυια στη Βικιπαίδεια

- Ειλειθυία
- Ειλήθυια
- Ελειθώ
- Ελενθώ
- Ελεύθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.