ηγέτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηγέτιδα οι ηγέτιδες
      γενική της ηγέτιδας των ηγέτιδων
    αιτιατική την ηγέτιδα τις ηγέτιδες
     κλητική ηγέτιδα ηγέτιδες
Και παρωχημένη γενική πληθυντικού «ηγετίδων».
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηγέτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡγέτις, από την αιτιατική ἡγέτιδα, ἡγέτ(ις) + κατάληξη θηλυκού -ιδα. Η ελληνιστική μορφή, ἁγέτις.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈʝe.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηγέτιδα

Ουσιαστικό

ηγέτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.