ζῳφόρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζῳφόρος τὸ ζῳφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ζῳφόρου τοῦ ζῳφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ζῳφόρ τῷ ζῳφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζῳφόρον τὸ ζῳφόρον
     κλητική ! ζῳφόρε ζῳφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζῳφόροι τὰ ζῳφόρ
      γενική τῶν ζῳφόρων τῶν ζῳφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζῳφόροις τοῖς ζῳφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζῳφόρους τὰ ζῳφόρ
     κλητική ! ζῳφόροι ζῳφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζῳφόρω τὼ ζῳφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ζῳφόροιν τοῖν ζῳφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζῳφόρος < ζῷ(ον) + -φόρος

Επίθετο

ζῳφόρος και ζῳοφόρος (ίσως διαφορετικό από το ζωοφόρος: φέρω + ζωή, ίσως το ίδιο με άλλη ορθογραφία)

  1. που παρέχει ζωή
  2. που φέρει απεικονίσεις πολλών ζώων ή μορφών ζωής ή γενικά σχεδίων με ζωντάνια, σαν ζωντανά, ο πλήρης με ανάγλυφα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.