ζωϊκός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ζωϊκός ζωϊκή τὸ ζωϊκόν
      γενική τοῦ ζωϊκοῦ τῆς ζωϊκῆς τοῦ ζωϊκοῦ
      δοτική τῷ ζωϊκ τῇ ζωϊκ τῷ ζωϊκ
    αιτιατική τὸν ζωϊκόν τὴν ζωϊκήν τὸ ζωϊκόν
     κλητική ! ζωϊκέ ζωϊκή ζωϊκόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ζωϊκοί αἱ ζωϊκαί τὰ ζωϊκᾰ́
      γενική τῶν ζωϊκῶν τῶν ζωϊκῶν τῶν ζωϊκῶν
      δοτική τοῖς ζωϊκοῖς ταῖς ζωϊκαῖς τοῖς ζωϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς ζωϊκούς τὰς ζωϊκᾱ́ς τὰ ζωϊκᾰ́
     κλητική ! ζωϊκοί ζωϊκαί ζωϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζωϊκώ τὼ ζωϊκᾱ́ τὼ ζωϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν ζωϊκοῖν τοῖν ζωϊκαῖν τοῖν ζωϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωϊκός < ζῷ(ον) + -ικός

Επίθετο

ζωϊκός, -ή, -όν

  • που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στα ζώα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.