ζωστήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωστήρα | οι | ζωστήρες |
| γενική | της | ζωστήρας | των | ζωστήρων |
| αιτιατική | τη | ζωστήρα | τις | ζωστήρες |
| κλητική | ζωστήρα | ζωστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ζωστήρα
|
→ δείτε τη λέξη ζώνη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.