ζωστήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζωστήρ οἱ ζωστῆρες
      γενική τοῦ ζωστῆρος τῶν ζωστήρων
      δοτική τῷ ζωστῆρ τοῖς ζωστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ζωστῆρ τοὺς ζωστῆρᾰς
     κλητική ! ζωστήρ ζωστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ζωστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωστήρ < ζώννυμι

Ουσιαστικό

ζωστήρ αρσενικό

  1. το ζωνάρι ενός πολεμιστή
  2. (ελληνιστική σημασία) το ζωνάρι που φορά μια γυναίκα
  3. (μεταφορικά) η θάλασσα που περιτριγυρίζει μια στεριά

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.