ζωοτομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοτομία οι ζωοτομίες
      γενική της ζωοτομίας των ζωοτομιών
    αιτιατική τη ζωοτομία τις ζωοτομίες
     κλητική ζωοτομία ζωοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωοτομία < Ελληνογενής ξένος όρος, < γαλλ. zootomie

Ουσιαστικό

ζωοτομία θηλυκό

  • Η ανατομή ζωντανού ζώου, για πειραματικούς, ερευνητικούς λόγους.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.