ζυμωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζυμωτήριο | τα | ζυμωτήρια |
| γενική | του | ζυμωτήριου & ζυμωτηρίου |
των | ζυμωτήριων & ζυμωτηρίων |
| αιτιατική | το | ζυμωτήριο | τα | ζυμωτήρια |
| κλητική | ζυμωτήριο | ζυμωτήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zi.moˈti.ɾi.o/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζυμώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.