ζητητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζητητής | οι | ζητητές |
| γενική | του | ζητητή | των | ζητητών |
| αιτιατική | τον | ζητητή | τους | ζητητές |
| κλητική | ζητητή | ζητητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζητητής < αρχαία ελληνική ζητητής (εφοριακός της αρχαίας Αθήνας που εντόπιζε οφειλέτες του δημοσίου)< ζητέω-ζητῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ζητητής αρσενικό
- ερευνητής, εξεταστής, αυτός που αναζητεί ή επιζητεί κάτι
- (στον πληθυντικό) τα μέλη της δημόσιας αρχής που ανεύρισκαν τους οφειλέτες του Δημοσίου ή αυτούς που καταπατούσαν δημόσια γη στην αρχαία Αθήνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.