ζηλιαρόγατα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζηλιαρόγατα | οι | ζηλιαρόγατες |
| γενική | της | ζηλιαρόγατας | — | |
| αιτιατική | τη | ζηλιαρόγατα | τις | ζηλιαρόγατες |
| κλητική | ζηλιαρόγατα | ζηλιαρόγατες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζηλιαρόγατα < ζηλιάρ(ης) + -ό- + γάτα
Ουσιαστικό
ζηλιαρόγατα θηλυκό
- (οικείο) ζηλιάρης ή ζηλιάρα (για όλα τα γένη}
- άλλες μορφές: ζηλιαρόγατος (αρσενικό), ζηλιαρόγατο (ουδέτερο)
Μεταφράσεις
ζηλιαρόγατα
|
|
Πηγές
- ζηλιαρόγατα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.