ζευγάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζευγάρισμα | τα | ζευγαρίσματα |
| γενική | του | ζευγαρίσματος | των | ζευγαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ζευγάρισμα | τα | ζευγαρίσματα |
| κλητική | ζευγάρισμα | ζευγαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ζευγάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.