ζαχαροπλάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζαχαροπλάστρια | οι | ζαχαροπλάστριες |
| γενική | της | ζαχαροπλάστριας | των | ζαχαροπλαστριών |
| αιτιατική | τη | ζαχαροπλάστρια | τις | ζαχαροπλάστριες |
| κλητική | ζαχαροπλάστρια | ζαχαροπλάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζαχαροπλάστρια < ζαχαροπλάστης + -τρια
Μεταφράσεις
ζαχαροπλάστρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.