ζαμπίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζαμπίτης | οι | ζαμπίτες |
| γενική | του | ζαμπίτη | των | ζαμπιτών |
| αιτιατική | τον | ζαμπίτη | τους | ζαμπίτες |
| κλητική | ζαμπίτη | ζαμπίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζαμπίτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zabit < περσική ضابط (ẓābit) < αραβική ضابط (ḍābiṭ)
Ουσιαστικό
ζαμπίτης ή ζαπίτης αρσενικό
- ※ Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Α1)
Μεταφράσεις
ζαμπίτης
|
|
Πηγές
- ζαμπίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.