ζαμπίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαμπίτης οι ζαμπίτες
      γενική του ζαμπίτη των ζαμπιτών
    αιτιατική τον ζαμπίτη τους ζαμπίτες
     κλητική ζαμπίτη ζαμπίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαμπίτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zabit < περσική ضابط (ẓābit) < αραβική ضابط (ḍābiṭ)

Ουσιαστικό

ζαμπίτης ή ζαπίτης αρσενικό

  Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Α1)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.