ζαγαρομάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαγαρομάτης οι ζαγαρομάτηδες
      γενική του ζαγαρομάτη των ζαγαρομάτηδων
    αιτιατική τον ζαγαρομάτη τους ζαγαρομάτηδες
     κλητική ζαγαρομάτη ζαγαρομάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαγαρομάτης < μεσαιωνική ελληνική ζαγαρομάτης < ζαγάρ(ι) + -ο- + -μάτης

Ουσιαστικό

ζαγαρομάτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.