ζαβλάκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζαβλάκωμα | τα | ζαβλακώματα |
| γενική | του | ζαβλακώματος | των | ζαβλακωμάτων |
| αιτιατική | το | ζαβλάκωμα | τα | ζαβλακώματα |
| κλητική | ζαβλάκωμα | ζαβλακώματα | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζαβλάκωμα ουδέτερο, συνήθως στον ενικό
- το αποτέλεσμα του ζαβλακώνω, η αποχαύνωση, η ατονία και η μειωμένη εγρήγορση που προκαλείται από μία εμπύρετη συνήθως ασθένεια όπως από μία ίωση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζαβλάκωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.