ζαβάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζαβάδα | οι | ζαβάδες |
| γενική | της | ζαβάδας | των | ζαβάδων |
| αιτιατική | τη | ζαβάδα | τις | ζαβάδες |
| κλητική | ζαβάδα | ζαβάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζαβάδα < ζαβός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.