ζέβρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζέβρος | οι | ζέβροι |
| γενική | του | ζέβρου | των | ζέβρων |
| αιτιατική | τον | ζέβρο | τους | ζέβρους |
| κλητική | ζέβρε | ζέβροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζέβρος < ζέβρα + -ος
Μεταφράσεις
ζέβρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.