εὔβοτρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| εὐβοτρυ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔβοτρυς | τὸ | εὔβοτρυ | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐβότρυος | τοῦ | εὐβότρυος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐβότρυϊ | τῷ | εὐβότρυϊ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔβοτρυν | τὸ | εὔβοτρυ | ||
| κλητική ὦ! | εὔβοτρυ | εὔβοτρυ | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐβότρυες | τὰ | εὐβότρυᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐβοτρύων | τῶν | εὐβοτρύων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὔβοτρυσῐ(ν) | τοῖς | εὔβοτρυσι(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐβότρῡς | τὰ | εὐβότρυα | ||
| κλητική ὦ! | εὐβότρυες | εὐβότρυα | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐβότρυε | τὼ | εὐβότρυε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐβοτρύοιν | τοῖν | εὐβοτρύοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὔβοτρυς' όπως «εὔβοτρυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- εὔβοτρυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔβοτρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.