εὐσέβαστος
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐσέβαστος | τὸ | εὐσέβαστον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐσεβάστου | τοῦ | εὐσεβάστου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐσεβάστῳ | τῷ | εὐσεβάστῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐσέβαστον | τὸ | εὐσέβαστον | ||
| κλητική ὦ! | εὐσέβαστε | εὐσέβαστον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐσέβαστοι | τὰ | εὐσέβαστα | ||
| γενική | τῶν | εὐσεβάστων | τῶν | εὐσεβάστων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐσεβάστοις | τοῖς | εὐσεβάστοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐσεβάστους | τὰ | εὐσέβαστα | ||
| κλητική ὦ! | εὐσέβαστοι | εὐσέβαστα | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- εὐσεβάστως (επίρρημα ευσεβάστως)
Αναφορές
- ευσεβάστως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σελ. 426, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- «εὐσέβαστος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.