εὐσέβαστος

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐσέβαστος τὸ εὐσέβαστον
      γενική τοῦ/τῆς εὐσεβάστου τοῦ εὐσεβάστου
      δοτική τῷ/τῇ εὐσεβάστ τῷ εὐσεβάστ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐσέβαστον τὸ εὐσέβαστον
     κλητική ! εὐσέβαστε εὐσέβαστον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐσέβαστοι τὰ εὐσέβαστα
      γενική τῶν εὐσεβάστων τῶν εὐσεβάστων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐσεβάστοις τοῖς εὐσεβάστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐσεβάστους τὰ εὐσέβαστα
     κλητική ! εὐσέβαστοι εὐσέβαστα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐσέβαστος < εὐ- + σεβαστός κατά το ἀξιοσέβαστος [1]

Επίθετο

εὐσέβαστος, -ος, -ον

Παράγωγα

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.