εἰσπράκτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| εἰσπρακτωρ-, εἰσπρακτορ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | εἰσπράκτωρ | οἱ | εἰσπράκτορες | ||||
| γενική | τοῦ | εἰσπράκτορος | τῶν | εἰσπρακτόρων | ||||
| δοτική | τῷ | εἰσπράκτορῐ | τοῖς | εἰσπράκτορσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | εἰσπράκτορᾰ | τοὺς | εἰσπράκτορᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ...?...ορ | εἰσπράκτορες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰσπράκτορε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰσπρακτόροιν | ||||||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- εἰσπράκτωρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική εἰσπράσσω / εἰσπράττω. Μορφολογικά εἰσ- + -πράκτωρ
Πηγές
- εἰσπράκτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.