εἰσιτήριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ εἰσιτήριος | τὸ εἰσιτήριον | οἱ, αἱ εἰσιτήριοι | τὰ εἰσιτήρια |
| Γενική | τοῦ, τῆς εἰσιτηρίου | τοῦ εἰσιτηρίου | τῶν εἰσιτηρίων | τῶν εἰσιτηρίων |
| Δοτική | τῷ, τῇ εἰσιτηρίῳ | τῷ εἰσιτηρίῳ | τοῖς, ταῖς εἰσιτηρίοις | τοῖς εἰσιτηρίοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν εἰσιτήριον | τὸ εἰσιτήριον | τοὺς, τὰς εἰσιτηρίους | τὰ εἰσιτήρια |
| Κλητική | εἰσιτήριε | εἰσιτήριον | εἰσιτήριοι | εἰσιτήρια |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εἰσιτηρίω | |||
| Γενική-Δοτική | εἰσιτηρίοιν | |||
Επίθετο
εἰσιτήριος, -ος, -ον
- που έχει σχέση με την είσοδο ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (θρησκεία) (ουσιαστικοποιημένο) εἰσιτήρια (ἱερά): θυσία που γίνεται στην αρχή έτους ή με την ανάληψη αξιώματος
- (ουσιαστικοποιημένο) εἰσιτήριον: (ελληνιστική κοινή) εισιτήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.