εἰλικρινής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εἰλικρινής | τὸ | εἰλικρινές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εἰλικρινοῦς | τοῦ | εἰλικρινοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εἰλικρινεῖ | τῷ | εἰλικρινεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εἰλικρινῆ | τὸ | εἰλικρινές | ||
| κλητική ὦ! | εἰλικρινές | εἰλικρινές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εἰλικρινεῖς | τὰ | εἰλικρινῆ | ||
| γενική | τῶν | εἰλικρινῶν | τῶν | εἰλικρινῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εἰλικρινέσῐ(ν) | τοῖς | εἰλικρινέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εἰλικρινεῖς | τὰ | εἰλικρινῆ | ||
| κλητική ὦ! | εἰλικρινεῖς | εἰλικρινῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰλικρινεῖ | τὼ | εἰλικρινεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰλικρινοῖν | τοῖν | εἰλικρινοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εἰλικρινής < β' συνθετικό: < κρίνω. Αβέβαιη η προέλευση του α' συνθετικού ειλι-
Επίθετο
εἰλικρινής -ής, -ές [εἰλῐκρῐν], συγκριτικός :εἰλικρινέστερος, υπερθετικός : εἰλικρινέστατος
- που δεν είναι ανακατεμένος, χωρίς προσμείξεις
- (μεταφορικά) αγνός, καθαρός
- (μεταφορικά) που χρησιμοποιεί καθαρή νόηση
Συγγενικά
- εἰλικρίνεια
- εἰλικρινέω, -ῶ
- εἰλικρινότης
- εἰλικρινῶς
Αναφορές
- εἰλικρινής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰλικρινής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.