εύσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εύσημο | τα | εύσημα |
| γενική | του | ευσήμου & εύσημου |
των | ευσήμων |
| αιτιατική | το | εύσημο | τα | εύσημα |
| κλητική | εύσημο | εύσημα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εύσημο < (μεταφραστικό δάνειο) λατινικά insignia
Ουσιαστικό
εύσημο ουδέτερο
- κάθε μορφή τιμητικής διάκρισης που δίνεται ως αμοιβή σε κάποιον για την καλή του επίδοση
Εκφράσεις
- απονέμω τα εύσημα
- παίρνω όλα τα εύσημα
Μεταφράσεις
εύσημο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.