εύρυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εύρυνση οι ευρύνσεις
      γενική της εύρυνσης* των ευρύνσεων
    αιτιατική την εύρυνση τις ευρύνσεις
     κλητική εύρυνση ευρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εύρυνση < ευρύνω + -ση

Ουσιαστικό

εύρυνση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.