εφαπλωματοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφαπλωματοποιός οι εφαπλωματοποιοί
      γενική του εφαπλωματοποιού των εφαπλωματοποιών
    αιτιατική τον εφαπλωματοποιό τους εφαπλωματοποιούς
     κλητική εφαπλωματοποιέ εφαπλωματοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφαπλωματοποιός < εφάπλωμα + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

εφαπλωματοποιός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.