ευχέρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευχέρεια οι ευχέρειες
      γενική της ευχέρειας των ευχερειών
    αιτιατική την ευχέρεια τις ευχέρειες
     κλητική ευχέρεια ευχέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευχέρεια < (ελληνιστική κοινή) εὐχέρεια < εὐχερής

Ουσιαστικό

ευχέρεια θηλυκό

  1. η ικανότητα σε έναν τομέα, η ευκολία / άνεση που έχει κάποιος σε έναν τομέα ή στην εκτέλεση ενός έργου
    αυτό το παιδί έχει ευχέρεια λόγου
    οικονομική ευχέρεια

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.