ευνουχοειδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευνουχοειδισμός οι ευνουχοειδισμοί
      γενική του ευνουχοειδισμού των ευνουχοειδισμών
    αιτιατική τον ευνουχοειδισμό τους ευνουχοειδισμούς
     κλητική ευνουχοειδισμέ ευνουχοειδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευνουχοειδισμός <  δείτε τη λέξη ευνουχοϊδισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ev.nou.xo.i.ðiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευνουχοειδισμός

Ουσιαστικό

ευνουχοειδισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.