ευνομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευνομία οι ευνομίες
      γενική της ευνομίας των ευνομιών
    αιτιατική την ευνομία τις ευνομίες
     κλητική ευνομία ευνομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευνομία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ευνομία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.