ευλογοφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευλογοφάνεια | οι | ευλογοφάνειες |
| γενική | της | ευλογοφάνειας | των | ευλογοφανειών |
| αιτιατική | την | ευλογοφάνεια | τις | ευλογοφάνειες |
| κλητική | ευλογοφάνεια | ευλογοφάνειες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευλογοφάνεια < ελληνιστική κοινή εὐλογοφάνεια
Ουσιαστικό
ευλογοφάνεια θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι ευλογοφανής / ευλογοφανές, η ιδιότητα του ευλογοφανούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.