ευδοκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευδοκώ < (ελληνιστική κοινή) εὐδοκέω / εὐδοκῶ
Ρήμα
ευδοκώ
- (λόγιο) εκφράζω τη θέλησή μου να πραγματοποιήσω κάτι, είμαι ευνοϊκός ή ευνοϊκά διακείμενος προς κάτι
- (ειρωνικό) συγκατανεύω καθυστερημένα, αργοπορώ να συναινέσω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευδοκώ | ευδοκούσα | θα ευδοκώ | να ευδοκώ | ευδοκώντας | |
| β' ενικ. | ευδοκείς | ευδοκούσες | θα ευδοκείς | να ευδοκείς | (ευδόκει) | |
| γ' ενικ. | ευδοκεί | ευδοκούσε | θα ευδοκεί | να ευδοκεί | ||
| α' πληθ. | ευδοκούμε | ευδοκούσαμε | θα ευδοκούμε | να ευδοκούμε | ||
| β' πληθ. | ευδοκείτε | ευδοκούσατε | θα ευδοκείτε | να ευδοκείτε | ευδοκείτε | |
| γ' πληθ. | ευδοκούν(ε) | ευδοκούσαν(ε) | θα ευδοκούν(ε) | να ευδοκούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευδόκησα | θα ευδοκήσω | να ευδοκήσω | ευδοκήσει | ||
| β' ενικ. | ευδόκησες | θα ευδοκήσεις | να ευδοκήσεις | ευδόκησε | ||
| γ' ενικ. | ευδόκησε | θα ευδοκήσει | να ευδοκήσει | |||
| α' πληθ. | ευδοκήσαμε | θα ευδοκήσουμε | να ευδοκήσουμε | |||
| β' πληθ. | ευδοκήσατε | θα ευδοκήσετε | να ευδοκήσετε | ευδοκήστε | ||
| γ' πληθ. | ευδόκησαν ευδοκήσαν(ε) |
θα ευδοκήσουν(ε) | να ευδοκήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ευδοκήσει | είχα ευδοκήσει | θα έχω ευδοκήσει | να έχω ευδοκήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ευδοκήσει | είχες ευδοκήσει | θα έχεις ευδοκήσει | να έχεις ευδοκήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ευδοκήσει | είχε ευδοκήσει | θα έχει ευδοκήσει | να έχει ευδοκήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευδοκήσει | είχαμε ευδοκήσει | θα έχουμε ευδοκήσει | να έχουμε ευδοκήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ευδοκήσει | είχατε ευδοκήσει | θα έχετε ευδοκήσει | να έχετε ευδοκήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευδοκήσει | είχαν ευδοκήσει | θα έχουν ευδοκήσει | να έχουν ευδοκήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.