ετοιμόγεννη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετοιμόγεννη οι ετοιμόγεννες
      γενική της ετοιμόγεννης των ετοιμόγεννων
    αιτιατική την ετοιμόγεννη τις ετοιμόγεννες
     κλητική ετοιμόγεννη ετοιμόγεννες
Δείτε και την κλίση του επιθέτου ετοιμόγεννος].
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετοιμόγεννη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ετοιμόγεννος

Ουσιαστικό

ετοιμόγεννη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.