ετεροπολικός δεσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ετεροπολικός δεσμός | οι | ετεροπολικοί δεσμοί |
| γενική | του | ετεροπολικού δεσμού | των | ετεροπολικών δεσμών |
| αιτιατική | τον | ετεροπολικό δεσμό | τους | ετεροπολικούς δεσμούς |
| κλητική | ετεροπολικέ δεσμέ | ετεροπολικοί δεσμοί | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετεροπολικός δεσμός < ετεροπολικός & δεσμός
Πολυλεκτικός όρος
ετεροπολικός δεσμός αρσενικό
- (χημεία) ο χημικός δεσμός μεταξύ ατόμων όπου το ένα άτομο προσφέρει ηλεκτρόνια και το άλλο τα δέχεται
- ↪ ο ετεροπολικός ή ιοντικός δεσμός εμφανίζεται στις ενώσεις μεταξύ μετάλλων και αμετάλλων, όπως για παράδειγμα στο αλάτι (χλωριούχο νάτριο). Κάθε μεταλλικό άτομο χάνει ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια προς όφελος του ατόμου του αμετάλλου. Τα δύο άτομα καθίστανται έτσι ιόντα με θετικό και αρνητικό φορτίο αντίστοιχα. Συνέπεια αυτού είναι τα αντίθετα φορτία των δύο ιόντων να έλκονται αποκαθιστώντας έτσι έναν ιοντικό δεσμό.
Συνώνυμα
- ιοντικός δεσμός
Μεταφράσεις
ετεροπολικός δεσμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.