ετεροδοξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροδοξία οι ετεροδοξίες
      γενική της ετεροδοξίας των ετεροδοξιών
    αιτιατική την ετεροδοξία τις ετεροδοξίες
     κλητική ετεροδοξία ετεροδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετεροδοξία < αρχαία ελληνική ἑτεροδοξία

Ουσιαστικό

ετεροδοξία θηλυκό

  1. (θρησκεία) η πίστη σε διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα
  2. (μεταφορικά) η λανθασμένη γνώμη

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.