ετερογνωσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετερογνωσία οι ετερογνωσίες
      γενική της ετερογνωσίας των ετερογνωσιών
    αιτιατική την ετερογνωσία τις ετερογνωσίες
     κλητική ετερογνωσία ετερογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετερογνωσία < ετερο- + -γνωσία (κατ’ αναλογία με τη λέξη αυτογνωσία)

Ουσιαστικό

ετερογνωσία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.