ετερογένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετερογένεια οι ετερογένειες
      γενική της ετερογένειας των ετερογενειών
    αιτιατική την ετερογένεια τις ετερογένειες
     κλητική ετερογένεια ετερογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετερογένεια < ετερογενής + -εία

Ουσιαστικό

ετερογένεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.