εστέτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εστέτ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική esthète < esthétique < υστερολατινική aesthetica < αρχαία ελληνική αἰσθητικός[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈstet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐στέτ
Ουσιαστικό
εστέτ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αισθάνομαι, αισθητής και αισθητισμός
Αναφορές
- εστέτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.