esthète

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
esthète esthètes

esthète (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (συνήθως ειρωνικά) λάτρης του ωραίου, που θεωρεί με σκεπτικισμό τις άλλες αξίες, εστέτ

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
esthète esthètes

esthète (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (συνήθως ειρωνικά) που λατρεύει το ωραίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.