ερημονησίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερημονησίδα | οι | ερημονησίδες |
| γενική | της | ερημονησίδας | των | ερημονησίδων |
| αιτιατική | την | ερημονησίδα | τις | ερημονησίδες |
| κλητική | ερημονησίδα | ερημονησίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ερημονησίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.