ερασιτέχνιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερασιτέχνιδα | οι | ερασιτέχνιδες |
| γενική | της | ερασιτέχνιδας | των | ερασιτεχνίδων |
| αιτιατική | την | ερασιτέχνιδα | τις | ερασιτέχνιδες |
| κλητική | ερασιτέχνιδα | ερασιτέχνιδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
- άλλη μορφή του ερασιτέχνις → δείτε τη λέξη ερασιτέχνης αρσενικό και θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.