επ' αγκύρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
επ' αγκύρα
- (ναυτικός όρος, λόγιο) σε αγκυροβολία, αγκυροβολημένος
- ↪ τα περιθώρια ασφαλείας για στροφή πλοίου επ΄ αγκύρα θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη υπολογίζοντας το μήκος της καδένας
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.