επιστημόνισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστημόνισσα οι επιστημόνισσες
      γενική της επιστημόνισσας των επιστημονισσών
    αιτιατική την επιστημόνισσα τις επιστημόνισσες
     κλητική επιστημόνισσα επιστημόνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστημόνισσα < επιστήμονας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

επιστημόνισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη επιστήμονας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.