επιρρίπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιρρίπτω < αρχαία ελληνική ἐπιρρίπτω < ἐπί + ῥίπτω

Ρήμα

επιρρίπτω, πρτ.: επέρριπτα, στ.μέλλ.: θα επιρρίψω, αόρ.: επέρριψα, παθ.φωνή: επιρρίπτεται

Σημειώσεις

Η παθητική φωνή χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.