επιμεταλλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιμεταλλώνομαι | επιμεταλλωνόμουν(α) | θα επιμεταλλώνομαι | να επιμεταλλώνομαι | ||
| β' ενικ. | επιμεταλλώνεσαι | επιμεταλλωνόσουν(α) | θα επιμεταλλώνεσαι | να επιμεταλλώνεσαι | (επιμεταλλώνου) | |
| γ' ενικ. | επιμεταλλώνεται | επιμεταλλωνόταν(ε) | θα επιμεταλλώνεται | να επιμεταλλώνεται | ||
| α' πληθ. | επιμεταλλωνόμαστε | επιμεταλλωνόμαστε επιμεταλλωνόμασταν |
θα επιμεταλλωνόμαστε | να επιμεταλλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | επιμεταλλώνεστε | επιμεταλλωνόσαστε επιμεταλλωνόσασταν |
θα επιμεταλλώνεστε | να επιμεταλλώνεστε | (επιμεταλλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | επιμεταλλώνονται | επιμεταλλώνονταν επιμεταλλωνόντουσαν |
θα επιμεταλλώνονται | να επιμεταλλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιμεταλλώθηκα | θα επιμεταλλωθώ | να επιμεταλλωθώ | επιμεταλλωθεί | ||
| β' ενικ. | επιμεταλλώθηκες | θα επιμεταλλωθείς | να επιμεταλλωθείς | επιμεταλλώσου | ||
| γ' ενικ. | επιμεταλλώθηκε | θα επιμεταλλωθεί | να επιμεταλλωθεί | |||
| α' πληθ. | επιμεταλλωθήκαμε | θα επιμεταλλωθούμε | να επιμεταλλωθούμε | |||
| β' πληθ. | επιμεταλλωθήκατε | θα επιμεταλλωθείτε | να επιμεταλλωθείτε | επιμεταλλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | επιμεταλλώθηκαν επιμεταλλωθήκαν(ε) |
θα επιμεταλλωθούν(ε) | να επιμεταλλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιμεταλλωθεί | είχα επιμεταλλωθεί | θα έχω επιμεταλλωθεί | να έχω επιμεταλλωθεί | επιμεταλλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επιμεταλλωθεί | είχες επιμεταλλωθεί | θα έχεις επιμεταλλωθεί | να έχεις επιμεταλλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιμεταλλωθεί | είχε επιμεταλλωθεί | θα έχει επιμεταλλωθεί | να έχει επιμεταλλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιμεταλλωθεί | είχαμε επιμεταλλωθεί | θα έχουμε επιμεταλλωθεί | να έχουμε επιμεταλλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιμεταλλωθεί | είχατε επιμεταλλωθεί | θα έχετε επιμεταλλωθεί | να έχετε επιμεταλλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιμεταλλωθεί | είχαν επιμεταλλωθεί | θα έχουν επιμεταλλωθεί | να έχουν επιμεταλλωθεί | ||
Μεταφράσεις
επιμεταλλώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.