επιμεταλλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιμεταλλωμένος | η | επιμεταλλωμένη | το | επιμεταλλωμένο |
| γενική | του | επιμεταλλωμένου | της | επιμεταλλωμένης | του | επιμεταλλωμένου |
| αιτιατική | τον | επιμεταλλωμένο | την | επιμεταλλωμένη | το | επιμεταλλωμένο |
| κλητική | επιμεταλλωμένε | επιμεταλλωμένη | επιμεταλλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιμεταλλωμένοι | οι | επιμεταλλωμένες | τα | επιμεταλλωμένα |
| γενική | των | επιμεταλλωμένων | των | επιμεταλλωμένων | των | επιμεταλλωμένων |
| αιτιατική | τους | επιμεταλλωμένους | τις | επιμεταλλωμένες | τα | επιμεταλλωμένα |
| κλητική | επιμεταλλωμένοι | επιμεταλλωμένες | επιμεταλλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιμεταλλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμεταλλώνω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιμεταλλώνω και μέταλλο
Μεταφράσεις
επιμεταλλωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.