επιμεταλλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμεταλλωμένος η επιμεταλλωμένη το επιμεταλλωμένο
      γενική του επιμεταλλωμένου της επιμεταλλωμένης του επιμεταλλωμένου
    αιτιατική τον επιμεταλλωμένο την επιμεταλλωμένη το επιμεταλλωμένο
     κλητική επιμεταλλωμένε επιμεταλλωμένη επιμεταλλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμεταλλωμένοι οι επιμεταλλωμένες τα επιμεταλλωμένα
      γενική των επιμεταλλωμένων των επιμεταλλωμένων των επιμεταλλωμένων
    αιτιατική τους επιμεταλλωμένους τις επιμεταλλωμένες τα επιμεταλλωμένα
     κλητική επιμεταλλωμένοι επιμεταλλωμένες επιμεταλλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιμεταλλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμεταλλώνω

Μετοχή

επιμεταλλωμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.