επιμεταλλωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιμεταλλωτής οι επιμεταλλωτές
      γενική του επιμεταλλωτή των επιμεταλλωτών
    αιτιατική τον επιμεταλλωτή τους επιμεταλλωτές
     κλητική επιμεταλλωτή επιμεταλλωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμεταλλωτής < επιμεταλλώνω + -τής

Ουσιαστικό

επιμεταλλωτής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.