επιμεταλλωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιμεταλλωτής | οι | επιμεταλλωτές |
| γενική | του | επιμεταλλωτή | των | επιμεταλλωτών |
| αιτιατική | τον | επιμεταλλωτή | τους | επιμεταλλωτές |
| κλητική | επιμεταλλωτή | επιμεταλλωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμεταλλωτής < επιμεταλλώνω + -τής
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιμεταλλώνω και μέταλλο
Μεταφράσεις
επιμεταλλωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.