επικτηνίατρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επικτηνίατρος | οι | επικτηνίατροι |
| γενική | του | επικτηνίατρου & επικτηνιάτρου |
των | επικτηνίατρων & επικτηνιάτρων |
| αιτιατική | τον | επικτηνίατρο | τους | επικτηνίατρους & επικτηνιάτρους |
| κλητική | επικτηνίατρε | επικτηνίατροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικτηνίατρος < επι- + κτηνίατρος
Ουσιαστικό
επικτηνίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του επίατρου
- Επκτρος
- αρχικτηνίατρος (↑ανώτερος)
- κτηνίατρος (↓κατώτερος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.